διαχειρίσεις

διαχειρίσεις
διαχείρισις
management
fem nom/voc pl (attic epic)
διαχείρισις
management
fem nom/acc pl (attic)
διαχειρίζω
have in hand
aor subj act 2nd sg (epic)
διαχειρίζω
have in hand
fut ind act 2nd sg
διαχειρίζω
have in hand
aor subj act 2nd sg (epic)
διαχειρίζω
have in hand
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μποαρνέ — (Beauharnais). Οικογένεια Γάλλων ευγενών από την Ορλεάνη· ο κλάδος που εγκαταστάθηκε στη Μαρτινίκα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 1. Αλεξάντρ (Μαρτινίκα 1760 – Παρίσι 1794). Παντρεύτηκε το 1779 τη Μαρί Ζοζέφ Ροζ Τασέ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”